Join Us On Facebook

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Κορυδαλλός: Η σκιά του Άκη και οι κραυγές των εγκλείστων



Κορυδαλλός: Η σκιά του Άκη και οι κραυγές των εγκλείστων 




Οδοιπορικό του Pheme.gr στις Φυλακές Κορυδαλλού.  Παρασκευή απόγευμα, 22 Ιουνίου 2012, στις Φυλακές Κορυδαλλού.

Κοντεύει τέσσερις και μισή.

Στην Κεντρική Πύλη. Ώρα επισκεπτηρίου. Στο εξωτερικό στέγαστρο ένας υπάλληλος φωνάζει ονόματα. Ονόματα που ανήκουν σε ψυχές φορτωμένες με ιδρώτα Ιουνίου και σε σώματα καμπουριασμένα από βάσανα και βαριές σακούλες με καθαρά σεντόνια, σώβρακα και φρεσκομαγειρεμένα φαγητά.

Τρέχουν να περάσουν την Πύλη μπας και γλιτώσουν κάνα δευτερόλεπτο για να δουν λίγο παραπάνω τον άνθρωπό τους που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα. Ανάμεσα τους μάνες με μωρά.

Λογιών λογιών ψυχές.

Άλλες αδιάφορες και σκληρές, άλλες ποτισμένες με ναρκωτικά που παραπαίουν, άλλες δυστυχισμένες που περιφέρονται με ένα τσιγάρο στο στόμα, κι άλλες που κοιτάζουν όλες τις υπόλοιπες για νά’χουν κάτι να περάσουν την ώρα τους.

Μια μικρογραφία της κοινωνίας, δηλαδή.

Η πολύωρη αναμονή στο πυρίμαχο στέγαστρο του Κορυδαλλού μεταλλάσσει τις ψυχές των έξω σε ψυχές των έσω.

Ακολουθώ τα βήματα που οδηγούν στην αυλή των Φυλακών.

Δεύτερος έλεγχος, δεύτερη σιδερένια πόρτα.

Προαύλιο. Αριστερά το κυλικείο. Δεξιά η μικρή δεξαμενή με το εκκλησάκι. Το μονοπάτι και η μικρογραφία μιας εκκλησιάς. Κάποιος ή κάποιοι την έχτισαν με αγάπη και πίστη. Κάποιοι άλλοι την κρατούν καθαρή.

Τα βήματα στρίβουν δεξιά κι ανεβαίνουν τα σκαλιά.

Τρίτη σιδερένια πόρτα. Ποιοι οι υπάλληλοι, ποιοι οι κρατούμενοι; Στην Φυλακή, όλοι μοιάζουν το ίδιο.

Μια αρχοντογερόντισσα έχει πάει με τον άντρα της να δουν το παιδί τους. Έχει ανοίξει το ταψί με την χωριάτικη τυρόπιττα που έφτιαξε με τα χέρια της και προσφέρει. Ο σχεδόν δυο μέτρα ψηλός γέροντας της, στέκει στο πλάι με καλούδια που έφερε για το παιδί του.

Και τα βήματα αναρωτούνται… Σε ποιους μηχανισμούς στηρίζεται η περηφάνια για να αντέχει τη στεναχώρια της απομόνωσης;

Τα βήματα οδηγούν σε ένα γραφείο. Στη μια γωνιά δυο νεαροί παπάδες συζητούν με έναν γέροντα ιερωμένο, ο οποίος άγνωστο γιατί βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.

Μια μεγάλη δερμάτινη καρέκλα γραφείου. Τους την προσφέρουν. Τα βήματα κάθονται διστακτικά, αλλά κάθονται, ενώ άλλα βήματα είναι όρθια.

Ευθεία μπροστά, η πόρτα. Αριστερά η τζαμαρία.

Μια φιγούρα ντυμένη στα μαύρα περνά βιαστικά από την πόρτα κρατώντας στο δεξί χέρι έναν χάρτινο φάκελο. Δεν είναι υπάλληλος, ούτε και δικηγόρος. Κοντοστέκεται στο αρχιφυλακείο. Κάτι λέει. Φεύγει. Δεν κοιτάζει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Είναι η σκιά του Άκη Τσοχατζόπουλου.

Η γερόντισσα δεν τον βλέπει. Έχει μάτια μόνο για το παιδί της. Είναι καλά, μόνον αυτό την νοιάζει. Τα άλλα δεν θέλει να την αφορούν. Κι ο γέροντας το ίδιο.

Οι υπάλληλοι πηγαινοέρχονται παρατηρώντας το δωμάτιο. Η διευθύντρια των φυλακών, μια ξανθιά γυναίκα -δείχνει να ξέρει τα κατατόπια, άψυχα  και έμψυχα- κι αυτή ντυμένη στα μαύρα, περνά και φεύγει ανάμεσα σε κρατούμενους, συγγενείς, δικηγόρους.

Μικρογραφία της κοινωνίας.

Και πάλι η σκιά. Αυτή η ντυμένη στα μαύρα σκιά ξαναπερνά μπροστά από την πόρτα. Καταβεβλημένη, δυστυχισμένη, χαμένη στον μικρόκοσμό της.

Κοντοστέκεται στο Αρχιφυλακείο. Κάτι λέει η σκιά του Άκη Τσοχατζόπουλου, μάλλον σαν παραμιλητό ακούγεται. Κανείς δεν καταλαβαίνει..

Φεύγει για το κελί του. Στην πορεία το βλέμμα του κοντοστέκεται σε έναν κρατούμενο που χαζεύει το παιδί του που τρώει  παγωτό. Βραδύνει τον ρυθμό του. Κουνάει το κεφάλι του να πει "καλησπέρα" στον άλλον κρατούμενο. Κουνάει κι εκείνος το κεφάλι του αλλά όχι για πολύ. Το παιδί του να δει που τον κοιτάζει θέλει, που του χαμογελάει και τον φωνάζει "μπαμπά".

Η γερόντισσα έχει πάει με τον γέροντά της στη γωνιά που πριν κάθονταν οι παπάδες. Ο κρατούμενος γιος τους παρατηρεί κι εκείνος το παιδί που τρώει παγωτό.

Το επισκεπτήριο τελειώνει. Η μαύρη σκιά έχει αποσυρθεί στο κελί της.

Το παιδί αφήνει πίσω το σώμα του πατέρα του. Διασχίζοντας το γεφυράκι της αυλής, λέει στη μάνα του: "Αυτή είναι η πιο ωραία φυλακή"!

Εκείνη δεν απαντά. Φεύγουν όλοι. Δεν έχω τι άλλο να παρατηρήσω.

Παραμένω στο Αρχιφυλακείο. Δεν ακούω τα βήματα. Δεν ακούω τα τακούνια της Διεύθυνσης. Δεν βλέπω φώτα, ούτε σκιές.

Μόνον λίγο πριν μπουν οι κρατούμενοι στα κελιά τους, ακούω φωνές.

Άλλοι πονάνε από την πρέζα,

άλλοι βασανίζονται,

άλλοι μαχαιρώνονται,

άλλοι βιάζονται,

άλλοι βιάζουν,

άλλοι κλαίνε φωναχτά,

κι άλλοι κλαίνε με ανοιχτή την τηλεόραση.

Ανοίγω τις τρεις σιδερένιες πόρτες. Να βρεθώ μακριά. Να τρέξω, να ξεφύγω.

Τρέχω και σκοντάφτω σε ένα αδειανό κυπελλάκι παγωτού. Ήταν, άραγε, παγωτό παράνομο ή παγωτό νομοταγές;

Εμένα ποσώς με ενδιαφέρει, εσένα;

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

oneiro evlepes

Ανώνυμος είπε...

τι παγωτο ηταν δε μας ειπε ? χαχαχα

Δημοσίευση σχολίου

 
Powered by Ομάδα internet 2012 © Σ.Ε.Κ.Κ.Κ.